οιωνοσκοπος

οιωνοσκοπος
    οἰωνοσκόπος
    οἰωνο-σκόπος
    ὅ птицегадатель Eur.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "οιωνοσκοπος" в других словарях:

  • οἰωνοσκόπος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οιωνοσκόπος — ο (ΑΜ οἰωνοσκόπος) μάντης ο οποίος προφητεύει το μέλλον με την παρατήρηση και τη μελέτη τών οιωνών, αλλ. οιωνόμαντις, οιωνοπόλος ή οιωνιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ορνιθο σκόπος] …   Dictionary of Greek

  • οιωνοσκόπος — ο αυτός που ερμηνεύει τους οιωνούς, ο μάντης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οἰωνοσκόποις — οἰωνόσκοπος augur masc dat pl οἰωνοσκόπος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰωνοσκόπου — οἰωνόσκοπος augur masc gen sg οἰωνοσκόπος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰωνοσκόπους — οἰωνόσκοπος augur masc acc pl οἰωνοσκόπος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰωνοσκόπων — οἰωνόσκοπος augur masc gen pl οἰωνοσκόπος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰωνοσκόπῳ — οἰωνόσκοπος augur masc dat sg οἰωνοσκόπος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰωνοσκόποι — οἰωνοσκόπος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰωνοσκόπον — οἰωνοσκόπος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»